Κυριακή 22 Ιουλίου 2012

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΦΩΚΑΣ (23 ΙΟΥΛΙΟΥ)




«Ο άγιος Φωκάς έζησε επί Τραϊανού βασιλέως( τέλος 1ου, αρχές 2ου μ.Χ αι.). Προσήχθη ως χριστιανός ενώπιον του επάρχου Αφρικανού, ο οποίος τον ερώτησε για την πίστη του, την οποία ο Φωκάς όχι μόνον ομολόγησε, αλλά και θεολόγησε και τη δίδαξε με παρρησία. Τότε επιχείρησε ο Αφρικανός να βλασφημήσει τον Χριστό και να κάνει κακό στον μάρτυρα, με αποτέλεσμα να γίνει ξαφνικά σεισμός και να πέσει κάτω ο έπαρχος μαζί με τους στρατιώτες νεκρός. Ο άγιος, επειδή παρεκάλεσε πολύ η γυναίκα του επάρχου, τον ανέστησε, ενώ στη συνέχεια οδηγήθηκε στον αυτοκράτορα Τραϊανό. Κήρυξε και σ’ αυτόν τον Χριστό, γι’ αυτό και ο βασιλιάς έδωσε εντολή να ξεσθεί και να κρεμαστεί, και έπειτα να ριχτεί σε ασβέστη. Μετά από αυτά τον έκλεισαν βαθιά σ’ ένα λουτρό, που το είχαν πυρακτώσει με φωτιά, κι αφού προσευχήθηκε, παρέδωσε το πνεύμα του στον Θεό».



Ο άγιος Φωκάς, ως ιερομάρτυρας, προσέφερε διπλή θυσία στον Θεό: την αναίμακτη θυσία με την τέλεση της θείας λειτουργίας, ως ιερέας, στο διάστημα που ήταν ελεύθερος, την δι’ αίματος του εαυτού του, έπειτα, με το άγιο μαρτύριό του. Γι’ αυτό και η υμνολογία της εορτής του, αφορμωμένη από το γεγονός αυτό, τον τιμά μεταξύ των άλλων με μία όμορφη εικόνα: «ως χρώμασι φαεινοίς, ιερωσύνης την στολήν έβαψας, αθλητικοίς αίμασι, και Χριστώ φωτί ιερούργησας». Δηλαδή: καθώς έβαψες τη στολή της ιερωσύνης με φωτεινά χρώματα, πρόσφερες την ιερουργία στον Χριστό μέσα στο φως και με τα αίματα της μαρτυρικής αθλήσεώς σου. Ο υμνογράφος στέκεται με πολύ σεβασμό απέναντι πρώτα από όλα στο χάρισμα της ιερωσύνης: θεωρώντας αυτήν ως «τελουμένην μεν επί της γης, αλλ’ ουρανίων τάξιν επέχουσαν» κατά τους αγίους Πατέρες, κατανοεί τον ιερέα ως ευρισκόμενο μεταξύ ουρανού και γης, που σημαίνει ότι η ζωή του πρέπει να είναι κατακάθαρη σαν την ακτίνα του ηλίου. Ο ιερέας λοιπόν, όπως βλέπει τον άγιο Φωκά ο υμνογράφος, είναι λουσμένος από το φως της χάριτος του Θεού, γι’ αυτό και η στολή του δεν μπορεί παρά να είναι φωτεινή.

Πολλοί κατηγορούν τους ιερείς για τις ακριβές στολές που φορούν, και για τη λάμψη των αμφίων τους, μη λαμβάνοντας βεβαίως υπ’ όψιν ότι το βασικό ένδυμα του ιερέα είναι το μαύρο ράσο και όχι τα άμφια, τα οποία φορούν μόνον κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας. Η θεία λειτουργία όμως έχει ιδιαίτερη λαμπρότητα, αφού αυτή φανερώνει τη Βασιλεία του Θεού - την οποία ζούμε εδώ, σ’ αυτόν τον κόσμο, αλλά και την προσδοκούμε με ακόμη μεγαλύτερη λαμπρότητα από τον «και πάλιν ερχόμενον μετά δόξης» Ιησού Χριστό – γι’ αυτό τα λαμπρά άμφια αντιστοιχούν στη λαμπρότητα της Θείας Λειτουργίας και επομένως λειτουργούν ως σύμβολο και όχι ως κενότητα του ιερέα.

Χρειάζεται όμως προσοχή και από εμάς τους ιερείς: η λαμπρότητα των αμφίων βεβαίως δικαιολογείται και επιβάλλεται, αλλά μέσα σε πλαίσια σεμνότητας και ιεροπρέπειας. Θέλουμε να πούμε ότι ούτε θα εκφυλίσουμε τα άμφια, με ό,τι πρόχειρο μπορεί να φορεθεί, ούτε όμως θα προκαλέσουμε τους πιστούς, με ό,τι πανάκριβη «στόφα» μπορεί να ευρεθεί. Ο άγιος Φωκάς μάς προσανατολίζει κι εδώ: η φωτεινότητα των αμφίων του οφείλετο κυρίως στη χάρη του Θεού που τον περιέσκεπε, αποτέλεσμα της αγιασμένης ζωής του, άρα και οι ιερείς πρωτίστως τον αγιασμό μας πρέπει να έχουμε κατά νουν, κι έπειτα οτιδήποτε άλλο. Τι όμορφο θα ήταν οι ιερείς να έχουμε αποφασίσει να κινούμαστε στη ζωή μας πάνω σε μία δυναμική χρωμοσύνθεση: του λευκού που γίνεται κόκκινο και το αντίστροφο. Δηλαδή, της φωτεινότητας του λευκού, λόγω της αγιασμένης ζωής μας, που μετατρέπεται σε κόκκινο, λόγω της μαρτυρικής ζωής μας. Κι όσο το κόκκινο του μαρτυρίου θα αυξάνει, τόσο και η λευκότητα της χάριτος του Θεού θα φωτίζει περισσότερο. Άλλωστε, μη ξεχνάμε ότι η Εκκλησία έχει γενικώς κόκκινα τα ενδύματά της, λόγω ακριβώς του πλήθους των μαρτύρων της: «Των εν όλω τω κόσμω μαρτύρων σου, ως πορφύραν και βύσσον η Εκκλησία σου στολισαμένη, …, Χριστέ ο Θεός».