Τετάρτη 27 Ιουνίου 2012

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΣΑΜΨΩΝ Ο ΞΕΝΟΔΟΧΟΣ



“Αὐτός ὁ ἅγιος καταγόταν ἀπό τή Ρώμη καί ἔζησε τόν 6ο μ. Χ. αἰώνα. Τόν πλοῦτο πού τοῦ ἄφησαν οἱ γονεῖς του τόν μοίρασε στούς πτωχούς καί ἀναγκεμένους συνανθρώπους του καί στή συνέχεια ἦλθε στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου περνοῦσε τόν καιρό του ὡς ἡσυχαστής μέσα στόν κόσμο, δηλαδή ζώντας τό μεγαλύτερο μέρος τῆς ἡμέρας μέσα στούς ναούς, προσευχόμενος διαρκῶς καί μελετώντας τίς ῞Αγιες Γραφές. Ἡ ἁγία βιοτή του ἔγινε γνωστή στόν πατριάρχη Μηνᾶ, ὁ ὁποῖος τόν κάλεσε στήν ἱερωσύνη καί τόν χειροτόνησε πρεσβύτερο. ᾽Από κεῖ καί πέρα, ὡς κληρικός πιά ὑπῆρξε σωτήριο λιμάνι γιά ὅλους τούς πτωχούς καί τούς ἔχοντες ἀνάγκη, θέτοντας μάλιστα στήν ὑπηρεσία τῶν συνανθρώπων του καί τήν ἐμπειρία του στήν ἰατρική ἐπιστήμη. Τήν ἀγάπη του καί τίς ἰατρικές του γνώσεις ἔνιωσε καί ὁ ἴδιος ἀκόμη ὁ αὐτοκράτορας ᾽Ιουστινιανός, ὁ ὁποῖος θεραπεύτηκε ἀπό τόν ἅγιο, ὅταν προσῆλθε σέ αὐτόν, λόγω κάποιου ἀνιάτου πάθους πού τόν διακατεῖχε. ᾽Από τό γεγονός αὐτό ὁρμώμενος ὁ βασιλιάς, θαυμάζοντας ὑπέρμετρα τήν ἀρετή τοῦ ἄνδρα καί ἀπονέμοντας σεβασμό σ᾽ αὐτόν, μετά τόν ναό τῆς ῾Αγίας Σοφίας κατασκεύασε ξενώνα καί κατέστησε τόν ἅγιο σκευοφύλακα τῆς μεγάλης ᾽Εκκλησίας. Ὁ Σαμψών ἀφοῦ ἔζησε μέ καλό καί θεοφιλή τρόπο καί ἔγινε πρόξενος σωτηρίας γιά πολλούς, μέ τό νά τούς ὁδηγεῖ σέ ζῆλο καί μίμηση τοῦ δικοῦ του χριστιανικοῦ τρόπου ζωῆς, ἐκεῖ καί ἀναπαύτηκε. Τό τίμιο λείψανό του κατατέθηκε στόν μέγιστο ναό τοῦ ἁγίου Μωκίου, βρύοντας καθημερινά ἰαματοφόρα νάματα, ῾εἰς δόξαν καί αἶνον Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν”.

Μυροβλήτης λοιπόν καί ὁ ὅσιος αὐτός, προσφέροντας μέ τή χάρη τοῦ Χριστοῦ  τήν ἴαση στούς ἐν πίστει προσερχομένους στόν τάφο του. Κατά τον ιερό υμνογράφο μάλιστα, τον άγιο Ιωσήφ, το μύρο το προχεόμενο από τον τάφο του ήταν σαν το μέλι που πήρε ο Σαμψών, ο κριτής της Παλαιάς Διαθήκης,  από τη γνάθο του λιονταριού όταν το  σκότωσε με τα χέρια του και το βρήκε έπειτα με πλήθος μελισσών μέσα στο κουφάρι του. ῾Έβγαλε να πιει μέλι ο Σαμψών παλιά από τη γνάθο, ενώ ο Σαμψών τώρα αναβρύει μύρο από τον τάφο᾽(῾Εξήγεν ο πριν εκ γνάθου Σαμψών πόμα. Ο νυν δε Σαμψών μύρον εκ τάφου βρύει᾽) (στίχοι συναξαρίου). Η μυροβολία ἐκ τοῦ τάφου του  ἦταν βεβαίως συνέχεια τῆς μυροβολίας τῆς καρδιᾶς του, ἐνόσω ζοῦσε. Μόνον ἕνας πού μυροβολεῖ ἐν ζωῇ, δηλαδή ἔχει πλούσια ἀγάπη στήν καρδιά, μπορεῖ νά χαριτωθεῖ ἀπό τόν Χριστό, ὥστε νά μυροβολεῖ καί μετά θάνατο.  Τόν πλοῦτο τοῦ μύρου τῆς καρδιᾶς του, τήν ἀγάπη του, τόν εἰσέπραξαν καθ᾽ ὅλη τή ζωή του ὅσοι τόν προσήγγισαν, ἀδιακρίτως θέσεως καί τάξεως, πλούτου, μόρφωσης ἤ ἡλικίας. Εἴτε πτωχός εἴτε καί ὁ ἴδιος ὁ βασιλιάς, ἀνεξαιρέτως ὅλοι, μέσω τοῦ ἁγίου ἔρχονταν σέ ἐπαφή μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μας. Ὁ ἅγιος ἦταν τό ὄργανο τοῦ Θεοῦ, προκειμένου νά θεραπευτεῖ καί στήν ψυχή καί στό σῶμα ὁ κάθε ἄνθρωπος. Κατά τον ιερό υμνογράφο ῾Φάνηκες η συμπαθέστατη βοήθεια των πτωχών και ο άριστος ιατρός των ασθενών, όσιε, και των ταλαιπωρουμένων η βοήθεια᾽(῾Ώφθης πτωχών συμπαθεστάτη βοήθεια και ασθενούντων, όσιε, ιατρός άριστος, και καταπονουμένων αντίληψις᾽) (ωδή α´).

Ἡ ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο πού τόν διακατεῖχε, ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς ἀγάπης του πρός τόν Θεό. ῾Μιμήθηκε (ο Σαμψών) την ευσπλαχνία του Θεού και έγινε συμπαθής στους αρρώστους και το ένδυμα όλων των γυμνών᾽(῾Θεού μιμούμενος ευσπλαγχνίαν, συμπαθής νοσούσι γέγονε, γυμνουμένων τε πάντων περιβόλαιον᾽) (ωδή γ´). Κι εἶναι γνωστό: κανείς δέν μπορεῖ νά ἀγαπήσει σωστά τόν συνάνθρωπό του, ἀκόμη καί τόν ἐχθρό του, ἄν δέν ἔχει στραφεῖ πρός τόν Θεό καί δέν ἔχει ἐξαρτήσει τήν ὕπαρξή του ἀπό Αὐτόν. Διαφορετικά, ἡ ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο, παρόλες ἴσως τίς καλές διαθέσεις πού μπορεῖ κάποιος νά ἔχει, θά εἶναι μέ ἡμερομηνία λήξεως. Ποιός θά μποροῦσε, γιά παράδειγμα, νά ἀγαπήσει τόν ἐχθρό του χωρίς λόγο; Μόνον ὁ ἀγαπῶν τόν Θεό ἔχει λόγο νά ἀγαπήσει καί τόν κάθε πλησίον του. Κι ἡ ἀγάπη τοῦ ὁσίου πρός τόν Θεό ἦταν ὁρατή ῾μακρόθεν᾽: ἐντρυφοῦσε ἀδιάκοπα στήν προσευχή καί τή μελέτη τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, χαρά του ἦταν ἡ διαμονή μέσα στίς ἐκκλησίες. Ὁπότε καί τά ῾μάτια᾽  του ἀνοίχτηκαν, γιά νά βλέπει τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ καί στά πρόσωπα τῶν εἰκόνων ᾽Εκείνου, τῶν συνανθρώπων του. ῾Ανέθεσες τον εαυτό σου, Σαμψών, ολοκληρωτικά στον Κύριο᾽(῾Ολικώς ανετέθης, ω Σαμψών, τω Κυρίω᾽) (εξαποστειλάριο όρθρου).

Ἡ ἀγάπη ὅμως πρός τόν Θεό δέν γεννιέται αὐτόματα οὔτε εἶναι ἕνα χάρισμα πού δίνεται ἀπό τόν Θεό ῾τυφλά᾽. Πρέπει καί ὁ ἄνθρωπος νά συνεργήσει σέ αὐτό. Καί συνεργεῖ, ὅταν κι ὁ ἴδιος θέλει νά εἶναι μέ τόν Θεό – τό κάτι πού ζητάει ὁ Θεός ἀπό τόν ἄνθρωπο, ὅπως ἔλεγε ὁ ἁγιασμένος Γέροντας Πορφύριος. Πότε διατηρεῖται ἡ ἐπιθυμία αὐτή στόν ἄνθρωπο; Ὅταν δέν ἀφήνει τόν ἑαυτό του νά παρασυρθεῖ ἐντελῶς ἀπό τόν πονηρό, ὅταν, ἔστω καί λίγο, προσπαθεῖ νά διατηρήσει τόν νοῦ του καθαρό ἀπό ἐμπαθεῖς λογισμούς. Ὁπότε ὁ Θεός, παίρνοντας ἀφορμή ἀπό τήν καλή αὐτή διάθεση, δίνει τή χάρη Του πλούσια γιά νά καθαριστεῖ ἐντελῶς ὁ νοῦς, νά γίνει θεοειδής καί νά βλαστάνει διαρκῶς τήν ἀγάπη πρός Αὐτόν καί πρός τόν συνάνθρωπο, κάτι πού τό βλέπουμε στούς ἁγίους μας, καί ἰδίως στόν σήμερα ἑορταζόμενο ὅσιο Πατέρα Σαμψών.῾Φάνηκες καθαρός ναός του παναγίου και σεπτού Πνεύματος, επειδή καθάρισες τον εαυτό σου πραγματικά από τη λάσπη των παθών, θεοφόρε Πατέρα᾽(῾Ώφθης ναός καθαρός του παναγίου και σεπτού Πνεύματος, της των παθών ιλύος καθάρας σεαυτόν ως αληθώς, Πάτερ θεοφόρε᾽) (ωδή ε´).