Τετάρτη 7 Μαρτίου 2012

ΣΤΟΝ ΟΣΙΟ ΠΑΥΛΟ ΤΟΝ ΑΠΛΟ




Ο ΓΕΡΟ ΧΩΡΙΑΤΗΣ
Βαριά ριγμένος στο τραπέζι το πιο κει,
στου καπηλειού το βρώμικο σοκάκι,
μοιάζει με άδειο από πράματα σακκί,
χωριάτης που γυρίζει με δισάκι.

Κρυφή φωτιά τον τρώει μες στα στήθη,
πιο δυνατή και τρομερή απ’ του κορμιού.
Αυτή που πριν φαινόταν παραμύθι,
σύντροφος ψεύτρα με τη μορφή φιδιού.

Δεν σβιέται εικόνα μαύρη από μπρος του
- την είδε να κυλά σε έρωτα βαθύ –
ο εραστής της φάνταξε ο εχθρός του,
να τον κόψει, είπε, με δίκοπο σπαθί.

Απότομα κι αλλόκοτα έριξε τον θυμό του,
η κόλαση που ‘ ρχότανε τού έπνιξε την οργή.
Τα δάκρυα, του έλιωσαν το μαύρο εαυτό του
και με αγάπη έσπρωξε την έχθρητα να βγει.

«Σας συγχωρώ», εψέλλισε απ’ το κλειστό του στόμα,
να φύγει κίνησε γοργά, μ’ ελπίδα δυνατή.
Ένα πλανιόταν όραμα μες στης ψυχής το χώμα
να πάει στον Αντώνιο, τον μέγα ασκητή.

Τον δέχτηκε ο άγιος με τρυφερή συμπόνια,
τον φίλησε, του μίλησε, του έκλεισε την πληγή.
Μα κείνος είδε τα βουνά, σαν τα ψηλά αλώνια,
καταφυγή και όριο πάνω σ’ αυτήν τη γη.

Με τον Αντώνιο έμεινε, σιμά εις το κελλί του,
να ζητιανεύει του Θεού, καλόγερος  καλός.
Και πρόκοψε και θέριεψε η χάρη στην ψυχή του
κι έγινε μέγας και τρανός, ο Παύλος ο απλός.