Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2012

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΝΥΣΣΗΣ

«Ο άγιος Γρηγόριος ήταν αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου, λαμπρός στους λόγους και ζηλωτής της ορθόδοξης πίστης. Γι’ αυτόν τον λόγο κι έγινε προεστώς της Εκκλησίας του Χριστού. Κι όταν ήλθε μαζί με αυτούς που συγκρότησαν την Δευτέρα στην Κωνσταντινούπολη Οικουμενική Σύνοδο (381 μ.Χ.), οι οποίοι εναντιώνονταν κατά των δυσσεβών αιρέσεων, βρέθηκε υπέρμαχος των Πατέρων, κατατροπώνοντας τους αιρετικούς με τη δύναμη των λόγων του και με τις αποδείξεις που έφερνε από τις Άγιες Γραφές. Διότι νίκησε, μετερχόμενος κάθε επιχείρημα λόγων και ευδοκιμώντας στην αρετή. Έφτασε σε προχωρημένο γήρας και εκδήμησε προς τον Κύριο. Ήταν δε κατά τον τύπο του σώματος, όμοιος σχεδόν με τον αδελφό του Βασίλειο».
 Ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης ανήκει στη μεγάλη χορεία των Πατέρων και Διδασκάλων της Εκκλησίας μας, μαζί με τον αδελφό του Βασίλειο τον μέγα, τον Γρηγόριο τον Θεολόγο, τον Ιωάννη Χρυσόστομο. Η μεγαλωσύνη του αναδείχτηκε ιδίως κατά τη Β΄ Οικουμενική Σύνοδο, «στην οποία έγινε ο κατεξοχήν εκφραστής της τριαδολογίας και πνευματολογίας των καππαδοκών και αναγνωρίστηκε ως μεγάλη θεολογική μορφή» (Σ. Παπαδόπουλος). Δεν είναι τυχαίο ότι η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος (787 μ.Χ.) τον χαρακτήρισε «Πατέρα Πατέρων». Ο εκκλησιαστικός υμνογράφος του Ιωάννης μοναχός, έχοντας υπόψη την όλη προσφορά του και την αξιολόγηση της ίδιας της Εκκλησίας διά του στόματός της, των Οικουμενικών Συνόδων, αφενός τον χαρακτηρίζει εξίσου «διδασκάλων το λαμπρόν εγκαλλώπισμα», αφετέρου τον τιμά με παρόμοιο τρόπο με τον αδελφό του άγιο και μέγα Βασίλειο: «Ω της θαυμαστής αδελφικής δυάδος, σαρκί τε ομαίμονος, τα θεία σύμφρονος! Ταύτην τιμώντες, Βασίλειον ενδίκως, άμα Γρηγορίω, τιμώμεν εις αιώνας» (Ω η θαυμαστή αδελφική δυάδα, ίδιου αίματος σαρκικά, ίδιου φρονήματος ως προς τα θεία! Αυτήν τη δυάδα τιμώντας, τον Βασίλειο κατά λόγο δικαιοσύνης, μαζί με τον Γρηγόριο, τιμάμε στους αιώνες).
Ο άγιος υμνογράφος επικεντρώνει την προσοχή μας με τον κανόνα του στον άγιο, στο μεγαλύτερο τουλάχιστον ποσοστό, στη θεολογική προσφορά του Γρηγορίου, δηλαδή στην υπεράσπιση των ορθοδόξων δογμάτων, τα οποία αποτελούν το στήριγμα του κόσμου. Κι η υπεράσπιση αυτή βεβαίως δεν ήταν πρωτίστως καρπός της μεγάλης όντως παιδείας του και της μεγαλοφυούς διανοίας του.  Ήταν καρπός του φωτισμού του από τον Θεό λόγω της ασκητικής του διαγωγής και του άυλου βίου του. «Θείαν έλλαμψιν κεκληρωμένος, βίον άυλον εξησκημένος, ομωνύμω ιερατεία διέπρεψας υπερφυώς γαρ τρανώσας τα δόγματα, ορθοδοξία τον κόσμον εστήριξας» (Έχοντας την έλλαμψη από τον Θεό και έχοντας εξασκηθεί στον αγγελικό βίο, διέπρεψες στη γεμάτη εγρήγορση ιερατική σου διακονία. Διότι αφού διατράνωσες με τη χάρη του Θεού τα δόγματα, στήριξες τον κόσμο στην ορθοδοξία). Ο εκ Θεού φωτισμός του ήταν εκείνος που του έδινε τη δυνατότητα, όπως συνέβη άλλωστε και με τους άλλους μεγάλους Πατέρες και Διδασκάλους, να μη μένει στην επιφάνεια των λόγων της Αγίας Γραφής, στο «νομικόν ένδυμα», αλλά να διεισδύει στο κρυμμένο κάλλος των εννοιών, στο «απόθετον κάλλος» κατά την αντίστοιχη φράση του άλλου μεγάλου Γρηγορίου, του Θεολόγου. «Την χάριν δεδεγμένος του Πνεύματος, το ευτελές του νομικού διείλες ένδυμα γράμματος, και το κρυπτόμενον κάλλος ημίν των εννοιών απεκάλυψας» (Έχοντας δεχθεί τη χάρη του αγίου Πνεύματος, άνοιξες το ευτελές ένδυμα του νομικού γράμματος και μας αποκάλυψες το κρυμμένο κάλλος των εννοιών).
Ο πλουτισμός του αγίου Γρηγορίου από το Πνεύμα του Θεού, η μεγαλοφυία του από πλευράς φυσικών καταβολών, η μεγάλη παιδεία του (κυρίως από τον αδελφό του Μεγάλο Βασίλειο και τις προσωπικές μελέτες του), θύραθεν και εκκλησιαστική, τον ανέδειξαν αφενός «στύλον ολόφωτον βίω τε λόγω τε θερμώ ορθοδοξίας» (ολόφωτο στύλο ορθοδοξίας με τον βίο του και με τον θερμό του λόγο), αφετέρου μέγα αντιαιρετικό, που κατατρόπωσε, κατά το συναξάρι, τους διαφόρους αιρετικούς, ήτοι τον Ευνόμιο, τον Μακεδόνιο, τις παραφυάδες του Αρείου, τον Σαβέλλιο, εκείνους δηλαδή που αμφισβήτησαν στην εποχή του την αποκαλυμμένη από τον Κύριο αγία Τριάδα, την εν Τριάδι Μονάδα και την εν Μονάδι Τριάδα. Είναι κατά τον υμνογράφο «Ο πέλεκυς ο κόπτων αιρετικών τας ορμάς η δίστομος ρομφαία του Παρακλήτου μάχαιρα τέμνουσα τας νόθους σποράς πυρ τας φρυγανώδεις αιρέσεις καταφλέγον» (ο πέλεκυς που κόβει τις ορμές των αιρετικών, το δίκοπο ξίφος του Παρακλήτου, το μαχαίρι που κόβει τις νόθες σπορές, η φωτιά που καταφλέγει τις σαν φρύγανα αιρέσεις). Κι ας σημειώσουμε ότι ο αντιαιρετικός του αγώνας είχε κατεξοχήν θετικό χαρακτήρα. Πίστευε δηλαδή ότι τότε εξαλείφεται η οποιαδήποτε αίρεση, όταν προβάλλεται με σαφήνεια  η αλήθεια του λόγου του Θεού.
Ο υμνογράφος του βεβαίως δράττεται της ευκαιρίας να προβάλει τη νηπτική και εσωτερική της καρδιάς  διάθεση και θεολογία του αγίου Γρηγορίου αναφερόμενος στο ίδιο του το όνομα: Γρηγόριος.  Ο άγιος Γρηγόριος ήταν «ο γρήγορος νους», «ο το όμμα της ψυχής γρηγορών ως γρήγορος ποιμήν» (αυτός που ήταν σε εγρήγορση ως προς το όμμα της ψυχής και σε εγρήγορση ποιμένας), ο οποίος «σαρκός μεν τω ηγεμόνι νω τα σκιρτήματα τω Παμβασιλεί δε τον νουν υπέταξε» (υπέταξε στον μεν ηγεμόνα νου τα αμαρτωλά σκιρτήματα της σάρκας, τον δε νου στον Παμβασιλέα Χριστό), γι’ αυτό και χωρίς εμπόδια διήνυσε την οδόν των εντολών του Χριστού και έγινε εύκολα κατοικητήριο της αγίας Τριάδος («όθεν απροσκόπτως την οδόν των εντολών ανύσας, συ της Τριάδος ενδιαίτημα γέγονας εικότως, Γρηγόριε»). Η πρακτική αυτή εξάσκηση των αρετών διά των εντολών του Κυρίου, η οποία τον οδήγησε  και στη θεωρία του Θεού («τη πράξει την θεωρίαν, Πάτερ, προσέθηκας»), ήταν η προϋπόθεση για τον ιδιαίτερο φωτισμό του από τον Θεό, προκειμένου να διακρίνει την αλήθεια της πίστης από την πλάνη των αιρέσεων. Κι είναι τούτο βασικότατη αλήθεια της χριστιανικής πίστης: μόνον όποιος καθαρίζει την καρδιά του από τις πονηρίες των παθών, μπορεί και να δεχτεί τον φωτισμό του αγίου Πνεύματος, συνεπώς να γίνει και αληθής θεολόγος.
Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε και εμείς είναι να συντονιστούμε με τον υμνογράφο της Εκκλησίας μας: να παρακαλέσουμε τον άγιο, με την παρρησία που έχει ενώπιον του Τριαδικού Θεού, «ως γρήγορος ποιμήν», να διεγείρει και εμάς από τον πνευματικό μας ύπνο και να «κοιμίσει» τα πάθη που μας τυραννούν, λόγω της αμελείας μας. «Εξ αμελείας ο δείλαιος αναπέπτωκα και προς θάνατον ύπνωσα αλλ’  ως ποιμήν γρηγορώτατος έγειρόν με, Πάτερ, και τα πάθη μου κοίμισον, τα κακώς τυραννούντα με» (Από αμέλεια ο δειλός ξανάπεσα στην αμαρτία και μέχρι θανάτου κοιμήθηκα. Αλλά σαν ποιμένας ευρισκόμενος σε μεγάλη εγρήγορση, ξύπνησέ με, Πάτερ, και κοίμισε τα πάθη μου, που με τυραννούν με κακό τρόπο).