Τετάρτη 3 Αυγούστου 2011

ΟΙ ΟΣΙΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΔΑΛΜΑΤΟΣ, ΙΣΑΚΙΟΣ ΚΑΙ ΦΑΥΣΤΟΣ


«Ο άγιος Δαλμάτος ήταν στρατιωτικός επί Θεοδοσίου του βασιλιά, ζώντας με ευσέβεια και θεάρεστα. Για την αγάπη του Θεού, εγκατέλειψε τη γυναίκα του και τα παιδιά του, και παίρνοντας μαζί του μόνον τον γιο του Φαύστο, έρχεται προς τον όσιο Ισάκιο, γίνεται μοναχός και φθάνει σε μεγάλο ύψος αρετών. Ο δε θαυμάσιος Ισάκιος από πολύ μικρός κατοίκησε στην έρημο, ασκώντας κάθε είδος αρετής, γι’  αυτό και ο λόγος του ήταν λαμπρότατος, που επιβεβαιωνόταν  από την ως κόσμημα ζωή  του. Αυτός, όταν εξεστράτευε ο αρειανόφρονας βασιλιάς Ουάλης κατά των Σκυθών, τον πλησίασε και του είπε: Άνοιξε, βασιλιά, τις εκκλησίες των ορθοδόξων και θα νικήσεις στον πόλεμο. Επειδή όμως δεν τον έπειθε, αλλ’  αντίθετα τον εξόργισε, ο βασιλιάς του είπε ότι θα τον κανονίσει μετά την επάνοδό του. Αν επιστρέψεις, είπε ο όσιος, σημαίνει ότι δεν είναι μαζί μου Κύριος ο Θεός. Διότι θα κάνεις τον πόλεμο και θα υποχωρήσεις μπροστά στους εχθρούς σου, και θα καείς ζωντανός μέσα στη φωτιά. Αυτό και έγινε, διότι κλείστηκε μέσα σε αχυρώνα ο βασιλιάς και κατακάηκε. Ο άγιος Ισάκιος, όταν επρόκειτο να φύγει από τον κόσμο αυτό, έκανε τον όσιο Δαλμάτο ηγούμενο, όταν πατριάρχευε στην Κωνσταντινούπολη ο Αττικός. Ο Δαλμάτος δε, αφού προηγουμένως διέπρεψε στην άσκηση και έμεινε χωρίς φαγητό επί σαράντα ημέρες και έπειτα για άλλες τόσες ευρισκόμενος σε έκσταση, «καθίσταται αιδέσιμος» από τον βασιλιά, τη Σύγκλητο και τους Πατέρες της Γ΄ εν Εφέσω Οικουμενικής Συνόδου, οι οποίοι και τον ψήφισαν ισόβιο αρχιμανδρίτη, όπως και όλους τους μετά από αυτόν ηγουμένους της Μονής του. Κι αφού εκοιμήθη εν Κυρίω, ετάφη στο δικό του Μοναστήρι».

Κύριο γνώρισμα των οσίων αυτών, κατά τον εκκλησιαστικό υμνογράφο, ήταν η απάθεια, στην οποία έφτασαν και με την οποία φώτισαν τις καρδιές όλων των πιστών. «Και τη απαθεία διαλάμψαντες, πάντων τας καρδίας κατεφώτισαν», όπως σημειώνει ήδη το πρώτο τροπάριο των στιχηρών του εσπερινού τους. Λέγοντας όμως απάθεια δεν εννοεί η Εκκλησία μας μία φιλοσοφικού τύπου, σαν των Στωϊκών, ή μία άσκητική, Βουδιστικού τύπου, κατάσταση, κατά την οποία ο άνθρωπος φτάνει στο σημείο να απέχει από όλους και από όλα, ώστε να διατηρείται σε ένα είδος ψυχικής γαλήνης. Αυτό μπορεί να προβάλλεται ως υψηλού τύπου πνευματικότητα από ορισμένους, αλλά πόρρω απέχει από ό,τι η πνευματική ζωή της Εκκλησίας κατανοεί με τον όρο αυτό. Κατά την ορθόδοξη πίστη μας λοιπόν η απάθεια, την οποία έζησαν οι όσιοί μας, αλλά και όλοι οι άγιοι, είναι το ανώτερο σημείο στο οποίο φτάνει ο πιστός χριστιανός, το ενσυνείδητο μέλος του Χριστού - άρα με τη δύναμη και τη χάρη Εκείνου και όχι αυτοδύναμα – όπου έχει υποτάξει τα πάθη της σαρκός, δηλαδή τη φιληδονία, τη φιλαργυρία, τη φιλοδοξία, δια των ενθέων παθών, δηλαδή της εγκρατείας, της αγάπης, της ταπείνωσης. Με άλλα λόγια, η απάθεια είναι η χαρισματική κατάσταση, κατά την οποία ο πιστός ζει ως δική του τη ζωή του Χριστού, συνεπώς κατάσταση που συνιστά όχι μία αποχή και άρνηση, αλλά μία δυναμική, εν αγάπη πολλή, στροφή προς τον κόσμο, που τον κάνει να αναλαμβάνει τις οδύνες του κόσμου ως κάτι το προσωπικό:  ένα είδος μετοχής δηλαδή στον Σταυρό του Χριστού. Έτσι απάθεια είναι η εσωτερική, μυστική ζωή του αποστόλου Παύλου, που τον έκανε να ομολογεί: «ζω δε ουκέτι εγώ, ζη εν εμοί Χριστός».
Το συναξάρι των οσίων όμως, πέραν των παραπάνω, προκαλεί τη σκέψη μας με την αναφορά του στον βίο ιδίως του οσίου Δαλμάτου: «Διά την αγάπην του Θεού, σημειώνει, κατέλιπε την γυναίκα και τα τέκνα αυτού», γενόμενος μοναχός στη Μονή του οσίου Ισακίου. Πώς μπορεί να γίνει αποδεκτή αυτή η φυγή από την οικογένεια; Θεωρείται σύμφωνη με το θέλημα του Θεού; Μία πρώτη απάντηση είναι ότι ο όσιος φεύγει «δια την αγάπην του Θεού». Συνεπώς, είναι δικαιολογημένος για την επιλογή του αυτή. Ο Κύριος δεν είπε ότι πρέπει να Τον αγαπάμε πάνω από όλα, δηλαδή και από γυναίκα και από τέκνα και από γονείς και από κτήματα; «Ο φιλών πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή τέκνα ή αγρούς υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος». Από την άλλη όμως, ο γάμος και η οικογένεια μπορεί να θεωρηθούν εμπόδια για την αγάπη προς τον Χριστό; Ο ίδιος ο Χριστός δεν ευλόγησε αυτά, γι’ αυτό και η οικογένεια χαρακτηρίζεται ως «κατ’ οίκον Εκκλησία»; Κι αν πρέπει κανείς ν’  αφήσει την οικογένειά του χάριν της αγάπης του Θεού, πώς ο απόστολος Παύλος τονίζει, με αυστηρότητα μάλιστα, ότι «έκαστος εφ’ ω ετάχθη, εκεί μενέτω»; Δεν είναι ο γάμος και η οικογένεια δρόμος μέσα στην Εκκλησία, παράλληλος της άγαμης αφιερωμένης ζωής, που οδηγεί και αυτός στη βασιλεία του Θεού; Πόσους εγγάμους αγίους δεν έχουμε; Την απάντηση, ως προς τον όσιο Δαλμάτο, λοιπόν,  πρέπει να την αναζητήσουμε και με άλλα δεδομένα. Βεβαίως, κριτήριό του ήταν η αγάπη του Θεού, που τον κινούσε στις διάφορες επιλογές του, αλλά η απόφασή του να εγκαταλείψει την οικογένεια δεν πρέπει να κατανοηθεί ως εναντίωση προς αυτήν, αλλ’  ούτε ως υποβάθμισή της. Οπωσδήποτε πρέπει να είχε τη συγκατάθεση της συζύγου του, τη σύμφωνη γνώμη της, δεδομένου ότι και το παιδί τους Φαύστο παίρνει μαζί του, αφήνοντας τα άλλα, και επικροτεί την απόφασή του αυτή ο διορατικός και προορατικός γέρων όσιος Ισάκιος. Έτσι για τον όσιο Δαλμάτο η φυγή αυτή φαινόταν και ήταν σύμφωνη προς το θέλημα του Θεού, κάτι που επιβεβαιώθηκε αργότερα με την όλη εξέλιξη της ζωής του: αναδείχθηκε σε μεγάλο άγιο, τόσο που και την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο στην Έφεσο (431 μ.Χ.) στήριξε κι αυτός – και ο όσιος Δαλμάτος, αλλά και οι άλλοι μαζί του άγιοι, διακρίθηκαν και για την ιεραποστολική και αντιαιρετική δράση τους-  αλλά και η Σύνοδος, όπως είδαμε στο συναξάρι, τον τίμησε  και του έδωσε τον τίτλο του αρχιμανδρίτη.
Με βάση τα παραπάνω, λοιπόν, αφενός θα πρέπει να συνειδητοποιούμε και εμείς ότι η απάθεια των αγίων αποτελεί προοπτική και δική μας, γιατί ταυτίζεται τελικώς με τον αγώνα για απόκτηση της αγάπης, δηλαδή του ίδιου του Θεού – ο Θεός μας είναι ο κατεξοχήν απαθής ως η απόλυτη αγάπη – αφετέρου δεν θα πρέπει να σπεύδουμε να βγάζουμε επιφανειακά συμπεράσματα από τη ζωή των αγίων μας. Και τονίζουμε το δεύτερο, γιατί ακούγονται κάποιες φωνές από χριστιανούς, οι οποίες λένε ότι ίσως θα έπρεπε να εγκαταλείψουν και αυτοί την οικογένειά τους, για την αγάπη του Θεού, και να γίνουν μοναχοί. Κάτι τέτοιο νομίζουμε ότι θα διέστρεφε τη ζωή των αγίων, γιατί, όπως είπαμε, δεν θα ελάμβανε υπόψιν το ίδιο το θέλημα του Θεού, το οποίο είναι και το απόλυτα ρυθμιστικό στοιχείο στη ζωή ενός χριστιανού. Και για να το πούμε πολύ απλά: ένας έγγαμος θα μπορούσε να φύγει για να γίνει μοναχός, αν η δίψα του για τον Θεό ήταν τεράστια, τέτοια που όλος ο νους του να είναι αιχμαλωτισμένος από Εκείνον, αν συμφωνούσε γι’  αυτό η σύζυγος και τα παιδιά του, κι αν είχε βεβαίως έναν Γέροντα Πορφύριο ή ένα Γέροντα Παϊσιο, που να «έβλεπε» ότι πράγματι τα κίνητρά του ήταν υγιή, που σημαίνει σύμφωνα με το θέλημα του Θεού.